πεζός

πεζός
πεζός, ή, όν, (v. πούς) :
1 in Poets, esp. [dialect] Ep.,
a on foot, walking, πεζοί fighters on foot, opp. those in chariots,

πεζοί θ' ἱππῆές τε Il. 8.59

, cf. 5.13,11.150 ;

πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.17.436

, cf.9.50.
b on land, going by land, opp. sea-faring, esp.in Od. ;

εἰ δ' ἐθέλεις π., πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι 3.324

;

οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ' ἱκέσθαι 1.173

;

ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηῒ μελαίνῃ 11.58

, cf. Pi.P.10.29 ; ἐν νηῒ θοῇ ἢ π. Il.24.438.
2in Prose, ὁ π. (with or without στρατός),
a sts. infantry, opp. cavalry ([etym.] ἡ ἵππος), Hdt.1.80, 4.128 ;

σὺν δυνάμει καὶ π. καὶ ἱππικῇ X.Cyr.2.4.18

; but,
b more freq.land-force, army, opp. naval force, Hdt.4.97, 6.95, Th.1.47, 2.94, etc. ; τὸ π. v.l. in Hdt.7.81 ; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ π. Th.6.33, cf. 7.16 (and v. πεζικός)

; ἡ π. στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικόν Lys.2.34

, cf. A. Pers.558 (lyr.), 719, 728 (both troch.) ; οἱ μὲν ἐφ' ἵππων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην ib.19 ; τὰ π. κράτιστοι strongest by land, Th.4.12 ;

καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι Ar.Ach.622

;

π. μάχαισιν Id.Eq.567

; ἡ π. μάχη battle by land, Pl.Lg.707c ; ἐν τοῖς ναυτικοῖς κινδύνοις, ὥσπερ ἐν τοῖς π. Isoc.4.91.
3 of animals, land, opp. birds and fishes, τὰ π. καὶ τὰ πτηνά beasts and birds, Pl.Smp.207a, cf. Plt.264e ; π. καὶ ἔνυδρον ib. 288a, cf. Lg.823b, Arist.Top.143b1, etc. ;

ἡ π. θήρα Pl.Sph.222b

, cf. Lg.824a.
II metaph. (cf.

αὐτὰρ ἐγὼ Μουσέων πεζὸς ἔπειμι νομόν Call.Aet.4.1.9

), of language, prosaic, λόγοι π. prose (cf. 111.3), D.H. Comp.6, Paus.4.6.1
; διὰ πεζῶν [λ.] Phld.Mus.p.87 K. ;

λόγος POxy. 724.10

(ii A. D.) ;

ἡ π. διάλεκτος D.H. Comp.3

; ἡ π. λέξις ib.1 ; opp. ἡ ἔμμετρος, ib.4 ; ἡ π. alone, Str.1.2.6 ;

τινὰ καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα D.C.69.3

; π. τις ποιητική, of bombastic prose, Luc. Hist.Conscr. 8 ; κομιδῇ πεζὸν καὶ χαμαιπετές ib.16, cf. Plu.2.853c ; τὰ ἄγαν π. καὶ κακόμετρα [ὀνόματα] ib.747f ; π. ὀνόματα, opp. ποιητικά, Demetr.Eloc. 167.
2 of verse, unaccompanied by music,

καὶ πεζὰ καὶ φορμικτά S.Fr.16

; πεζῷ γόῳ· ἄνευ αὐλοῦ ἢ λύρας, Phot. ; cf. 111.2.
3 common, ordinary,

ἑταῖραι Theopomp.Hist.205

;

μόσχοι Eup.169

;

π. αὐλητρίς Pl.Com.155

.
III dat. fem. πεζῇ (sc. ὁδῷ) as Adv.,
1 on foot, opp. σὺν ἵππῳ, X.Oec.5.5.
b more commonly, by land, Hdt.2.159, Th.2.94, etc. ; π. ἕπεσθαι to follow by land, Hdt. 7.110,115 ;

στρατιὰν μέλλων π. πορεύσειν Th.4.132

;

π. πορεύεσθαι X.An.5.6.1

; οὔτε π. οὔτε κατὰ θάλατταν ib.5.6.10 ; καὶ π. καὶ ναυμαχοῦντες by land and by sea, D.3.24.
2 without musical accompaniment (cf. 11.2),

παῦσαι μελῳδοῦσ' ἀλλὰ π. μοι φράσον Com.Adesp. 601

, cf. Pl.Sph.237a.
3 regul. Adv. πεζῶς in prose, Phld.Rh.1.165 S., Suid. s.v. ἱστορῆσαι.
IV [comp] Comp. πεζότερος more like a foot-journey, Plu.2.804d ; more like prose, στίχοι π. τῇ συνθέσει Sch. Il.2.252, etc.: [comp] Sup. πεζότατος, τὸ π. μόριον τῆς ψυχή, cf. Procl.in Ti.3.317 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεζός — on foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό 1. αυτός που βαδίζει πεζός, πεζοπόρος. 2. στρατιώτης του πεζικού στρατεύματος. 3. για λόγο, είδος προφορικού ή γραπτού λόγου: Πολλοί ποιητές έγραψαν και πεζά έργα. 4. μτφ., αυτός που μιλάει ή γράφει ρηχά, ακαλαίσθητα: Ο ομιλητής ήταν πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πεζά — πεζός on foot neut nom/voc/acc pl πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc/acc dual πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζόν — πεζός on foot masc acc sg πεζός on foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατα — πεζός on foot adverbial superl πεζός on foot neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατον — πεζός on foot masc acc superl sg πεζός on foot neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαῖς — πεζός on foot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαί — πεζός on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοτάτη — πεζός on foot fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”